Έτος 2018.
31 Οκτωβρίου Βιρτζίνια Αμερική
Ο κόσμος αρχιζε να λιγοστεύει στους δρόμους, η ώρα είχε πάει 11 το βράδυ και τα παιδάκια ανυπαρκτα. Η γιορτη εφτανε σιγά σιγά στο τέλος της και η Αμέλια ένιωθε ανακούφιση. Από πιτσιρίκι είχε να βγει έξω τέτοια μέρα.
Το Halloween για εκείνη σηματοδοτούσε την αρχή της κατρακύλας της... Πώς θα μπορούσε άλλωστε να ξεχάσει πως   18 χρόνια πριν όταν ήταν μόλις 7 έχασε την μητέρα της στις 31 Οκτώβρη... Ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά που σαν παιδάκι βγήκε για φάρσα ή κέρασμα.
"Έχεις πιει αρκετά Τζέιμς! Θα πάμε με τα πόδια πίσω " Αναφώνησε η Τζέσικα
"Πας καλά; και Θα περάσουμε νύχτα μέσα από το δασάκι;" ρώτησε και εκείνη χαμογέλασε.
"Μην μου πεις πως ένας άντρας 27 ετών φοβάται; Μην κάνεις σαν μωρό σε παρακαλώ.  Αμέλια εσύ τι λες ;" Εκείνη τους κοίταξε.
"Συμφωνώ, Πέρασαμε άπειρες φορές για να πάμε στη σχολή ρε παιδιά από αυτό το μέρος, τί κι αν είναι Halloween ; μια χαζομάρα είναι όλο αυτό. Ψυχές, κολοκύθες, μάγισσες,  τέρατα τίποτα δεν υπάρχει. Πάμε;"
Η παρέα άρχισε να περπατάει, ο ουρανός έμοιαζε θυμωμένος. Ένα απαλό αεράκι σηκώθηκε και όσο προχωρούσαν προς το δασάκι η ορατότητα μειωνόταν. 
"Τελικά είναι λίγο ανατριχιαστικό! Λέτε να δούμε τίποτα μέρα που είναι;"Είπε η Τζένιφερ
"Πας καλά παιδί μου ;πιστεύεις κι εσύ σε δεισιδαιμονίες; Το Halloween μην ξεχνάς είναι επινόηση των ανθρώπων. Τα αληθινά γεγονότα απέχουν πολύ από όλο αυτό το φιάσκο που έχει στηθεί την σήμερον ημέρα. Πάρε παράδειγμα την Αμέλια. Περπατάει και ούτε μας περιμένει!" Ο Πίτερ  άνοιξε το βήμα του για να την φτάσει αλλά εκείνη ξαφνικά σταμάτησε.
Το βλέμμα της έμοιαζε χαμένο...Απο την κίνηση του στήθους της θα έλεγε κάποιος πως η καρδιά της χτυπάει υπερβολικά γρήγορα.
"Είσαι καλά;" Ρώτησε ο Τζέιμς και την πλησίασε.
"Ρε παιδιά;αυτό το στενό δρομάκι υπήρχε; τόσα χρόνια πρώτη φορά το βλέπω!" Σχολίασε η Τζένιφερ
"Άσε το δρομάκι , έχουμε μεγαλύτερα προβλήματα.  Και σας το είπα γαμωτο δεν το σηκώνει το αλκοόλ! Κοιτάξτε την ούτε μας μιλάει!" Ο Πίτερ  έβγαλε ένα τσιγάρο απο την εσωτερική τσέπη του μπουφάν αλλά ο αέρας δυνάμωσε. Το πέταξε κάτω βρίζοντας.
"Λοιπόν πάμε να φύγουμε; ας την πάρει κάποιος σηκωτη γιατί αρχίζω και τα παίρνω!"
Εκείνη έμοιαζε σαν άγαλμα, ο αέρας ούτε που άγγιζε τα μακρια καστανα  μαλλιά της . Ο φόβος πως κάτι της συμβαίνει δεν άργησε να εμφανιστεί στους υπόλοιπους.  Την φώναζαν, την πλησίαζαν, έμπαιναν μπροστά της αλλά εκείνη κοιτούσε το κενό.
"Αμέλια; τι έχεις πάθει;" Αποκρίθηκε η Τζένιφερ βλέποντας την παγωμένη. 
"Ας την σκουντηξει κάποιος ρε παιδιά! Κι αυτή η διαολεμένη ομίχλη ... " Ο Τζέιμς έκανε ένα βήμα πιο κοντά στα δύο κορίτσια...
"Δεν την βλέπεις; τι να κάνω; κοίταζει το κενό...Αμέλια συνελθε κοριτσάκι μου... με φοβιζεις γαμωτο !" Η Τζένιφερ της έπιασε το χέρι αλλά εκείνη το  τράβηξε απότομα. Ήταν ήδη μαγεμένη από το θέαμα... Πότε ξανά στα 25 της χρόνια δεν είχε ξαναδεί πιο όμορφο άντρα... Τα μάτια του έλαμπαν στο σκοτάδι, μελαχρινός με πολυ ομορφα χαρακτηριστικά. Γωνίες έντονες πλαισίωναν τα χείλη του. Της χαμογέλασε...
Το τοπίο εγινε πιο σκοτεινό και ομιχλώδες... 3 άνθρωποι σταματημενοι μπροστά από το μικρό δασάκι, κοιτούσαν την Αμέλια η οποία είχε χάσει επαφή με την πραγματικότητα.
"Που οδηγεί τέλος πάντων  αυτός ο δρόμος?" Ρώτησε ο Πίτερ και οι υπόλοιποι  ανασηκωσαν τους ώμους...
"Θα ορκιζόμουν πως αυτό το δρομάκι δεν το έχω ξαναδεί όσο το κοιτάζω τόσο πιο σίγουρη είμαι ... " Σχόλιασε η Τζένιφερ.
"Περπατάει!!!" Φώναξε δυνατά ο Πίτερ
"ΑΜΈΛΙΑ! ΣΤΑΜΆΤΑ!" ο Τζέιμς έτρεξε για να την προλάβει  αλλά εκείνη είχε ήδη χαθει στην ομίχλη...

326 χρόνια πριν ... Σαλεμ Όρεγκον Έτος  1692
"Η αρχή όλων "
Η φωτιά που είχε ανάψει στο κέντρο της πλατείας του Σαλεμ ήταν τόσο δυνατή που έκανε την νύχτα μέρα. Τα ουρλιαχτά από τις μάγισσες που ακούγονταν ήταν αρκετά για να σε κάνουν να νιώσεις τον πόνο τους καθώς τις πετούσαν μια μια στην πυρά.
"Βρείτε την!!" Φώναξε ο δικαστής και οι άντρες άρχισαν σαν τρελοί να ψάχνουν.  Έμπαιναν μέσα στα σπίτια χωρίς δισταγμό και δεν δίσταζαν να σκοτώσουν ακόμα και αθώο κόσμο προκειμένου να την εντοπίσουν. 
Εκείνη κλαίγοντας από το πόνο είχε ήδη φτάσει μέχρι τα σύνορα της πόλης με του δάσους. Τα νερά είχαν σπάσει και με την κοιλιά στο στόμα έτρεχε να σωθεί από το θάνατο. Δεν άντεξε... λύγισε ,βρέθηκε ξαπλωμένη κάπου ανάμεσα στα πρώτα δέντρα. 
Το μωρό κατέβηκε αρκετά και ήξερε καλά πως δεν έιχε χρόνο.  Η γέννα ήταν πλέον ζήτημα λεπτών.  Τα φωτα από τις δάδες που κρατούσαν οι φρουροί έκαναν την εμφάνιση τους στα σκοτάδια και η Αμέλια προσπαθούσε να κρατήσει όσο μπορεί τον εαυτό της για να μην ουρλιάξει καθώς το μωρό έβγαινε.
Ήταν η πιο όμορφη κοπέλα του Σαλεμ.Η εγκυμοσύνη της έφερε αναταραχές σε ολόκληρη την πόλη,περιζήτητη νύφη αλλά ελεύθερη και το γεγονός πως κυοφορουσε το παιδι κάποιου αγνώστου την στοχοποιήσε.
Κατηγορήθηκε για μαγεία από το ανώτατο Δικαστήριο αλλά ηταν τοσο έξυπνη που κατάφερε να ξεφύγει.
Η μορφή του παρουσιάστηκε μπροστά της. Τα σκληρα αλλά συνάμα πανέμορφα  χαρακτηριστικα του προσωπου ταιριαζαν αψογα με την φυση του .
"Βοήθησε με ..." ψελισε εκείνη.  Ο άντρας έσκυψε μπροστά της και τοποθέτησε τα χέρια του πάνω στην κοιλιά της.
"Και τι θα μου δώσεις σε αντάλλαγμα;"
Της ειπε κι εκείνη γέλασε.  Ήξερε ποιον εχει μπροστά της ...
"Την ψυχή του , μου υποσχέθηκε να με παντρευτεί... φοβήθηκε ομως , έβαλε ανθρώπους να με βιάσουν και βρέθηκα έγκυος.  Το σιχαίνομαι αυτό το παιδί... το καταριέμαι και μαζί με αυτό κι εκεινον !" Αποκρίθηκε και εγυρε προς τα πίσω.  Εκείνος της έδωσε  ένα μικρό μαχαίρι. 
"Κάνε τον όρκο σου πραγματικότητα μάγισσα..."Της απάντησε κι εκείνη γέλασε.
Πήρε στα χέρια της το μαχαίρι.
"Στις 31 Οκτώβρη, την ημέρα των ψυχών , όταν το φεγγάρι θα είναι ολογιομο και σε πλήρη ευθυγράμμιση  σου δίνω το ελεύθερο να πάρεις την ψυχή της ."Η Αμέλια πίστευε πως ήταν εξυπνοτερη .  Είπε ψέματα στον ίδιο το διάολο, με την ελπίδα να γλιτώσει το παιδί της . Είχε μελετήσει  αρκετά καλά τα άστρα και μπόρεσε να δει το μέλλον.  Οι επόμενες γενεές είχαν μπροστά τους 3 ολόκληρους αιώνες για να σπάσουν τον όρκο.
Έπνιξε ένα επιφώνημα πόνου,  και έχωσε το μαχαίρι βαθειά μεσα στο χέρι της πριν προλάβει εκείνος να πει τίποτα παραπάνω. Σηκώθηκε απότομα και  την κοιταξε ...
"Περνιεσαι για έξυπνη,αλλά μην ξεχνάς ποιον έχεις μπροστά σου...Θα πάρω ότι μου ανήκει κι εσύ θα δεις τις γενναίες σου να καταστρέφονται!"
Άπλωσε το χέρι του προς εκείνη... λίγα δευτερόλεπτα αργότερα βρέθηκε μαζί με το παιδί της αγκαλιά στην Μασαχουσέτη....
Έτος 1842 Μασαχουσέτη
176 χρόνια πριν
31 Οκτωβρίου
Το Άσυλο ήταν γεμάτο από γυναίκες κάθε ηλικίας. Όλες ήταν όμως εκεί για τον ίδιο σκοπό. Την τρέλα...
"Καρολάιν.. πάρε τα φάρμακα σου σε παρακαλώ "ειπε η νοσοκόμα αλλά εκείνη αρνήθηκε. Είχε μάθει καλά τι συμβαίνει όταν τα παίρνει. Το κορμί έπεφτε σε κατάσταση υπνηλίας  και οι φύλακες εξυπηρετούσαν τις αρρωστημένες ορμές τους πάνω στις κοπέλες.  Πολλές δε , ανακάλυπταν την εγκυμοσύνη τους αργά με αποτέλεσμα να πηγαίνουν στο σκοτεινό δωμάτιο.  Ένα δωμάτιο που ποτέ καμία δεν γυριζε πίσω. 
Από την μια ήθελε να πάρει τα χάπια  αλλά από την άλλη σήμερα ήταν μια σημαντική μέρα. Το ημερολόγιο έδειχνε 31 Οκτώβρη Έπρεπε να παραμείνει νηφάλια... Δεν έπρεπε να γίνει σύλληψη.  Το φεγγάρι ήταν ψηλά και ο φόβος της μεγάλωσε. Όλοι την θεωρούσαν τρελή αλλά εκείνη ήξερε αρκετά καλά πως τίποτα από όλα αυτά δεν ήταν τρέλα... Από μικρή τον έβλεπε.  Κάθε τέλος Οκτώβρη την επισκεπτόταν, η γιαγιά και η μητέρα της της είχαν μιλήσει για τις ικανότητες τους και για τον όρκο. Η γενιά δεν έπρεπε να συνεχιστεί. Αν σταματούσαν να κάνουν παιδιά τοτε εκείνος θα έχανε. Αυτός ήταν και ο λόγος που βρέθηκε κλεισμένη στο Ασυλο. Έχασε την μητέρα της σε μικρή ηλικία. Ο άντρας της θεώρησε την επιθυμία της να μην κάνει παιδιά απαράδεκτη για την εποχή εκείνη που κάθε διάδοχος ήταν σημαντικός.  Όσες φορές και να του εξήγησε πως δεν μπορεί να κάνει παιδιά δεν την πίστεψε με αποτέλεσμα να την πάει για εξετάσεις.  Τα αποτελέσματα ήταν θανάσιμα για εκείνη. Προσπάθησε να του εξηγήσει τον λογο που δεν ήθελε να τεκνοποιήσει και όπως ήταν φυσικό την πέρασε για τρελή.
"Καρολάιν! Είπα πάρε  τα αναθεματισμένα χάπια! Ούρλιαξε η νοσοκόμα και αρπάζοντας την από το κεφάλι την ανάγκασε να ανοίξει το στόμα της.  Τα πέταξε μέσα.
Η Καρολάιν τα έφτυσε. Η γιαγιά της ηταν σαφής, Η σύλληψη που θα γίνει στις 31 του μηνός με το φεγγάρι ψηλά τον δυνάμωνε όλο και πιο πολύ ... Ήταν η τελευταία της γενιάς και δεν έπρεπε να κάνει παιδιά.
Δεν ήταν κρυφό πως 3 γενιές πριν η προγιαγιά της έιχε κάτι κατηγορηθεί για μαγεία.Ολοι στην πόλη το ήξεραν.
Η νοσοκόμα φώναξε τον φρουρό.
"Δεν τα παίρνει σήμερα! Δεν ξέρω τι έχει πάθει αλλά καν την να τα πάρει!"
Εκείνος γέλασε πονηρά και μπήκε μέσα. Έκλεισε την πόρτα πίσω του πλησιάζοντας την.
"Είσαι κακο κορίτσι Καρολάιν..." είπε σιγάνα.  Έβγαλε το ειδικό σκοινί που είχαν για έκτακτες περιπτώσεις.  Την χαστουκισε δυνατά κι εκείνη προσπάθησε να θυμηθεί λόγια και επικλήσεις που της μάθαινε η μητέρα της αλλά ήταν αργά. 5 χρόνια κλεισμένη εκεί μέσα είχε ξεχάσει τα πάντα...
Τα ουρλιαχτά της καθώς την έδενε αντηχησαν μέχρι την ίδια την κόλαση...


Έτος 1914. 31 Οκτωβρίου Οχάιο Αμερική. Οι στρατιώτες έτρεχαν στους δρόμους.  Είχε ήδη ανακοινωθεί πως η Αμερική θα έστελνε στρατεύματα για βοήθεια.  Ο Α' παγκόσμιος Πόλεμος ήταν γεγονός.
Εκείνη ήταν μια απλή νοσοκόμα. Άπιαστη στον τομέα της κατάφερνε πάντα να κάνει καλά οποιονδήποτε το είχε ανάγκη. Οι επιδόσεις της φυσικά και δεν έμειναν απαρατήρητες από κανένα.
Έχοντας σαν παρηγοριά τον ίδιο της τον εαυτό αφού η μητέρα της έιχε πεθάνει όταν ήταν μικρή ακολούθησε τον δρόμο της δουλειάς της . Πάντα την παραξενεύε το γεγονός πως στην οικογένεια της δεν υπήρχε ούτε παππούς και κατά συνέπεια ούτε πατέρας για την ίδια.  Το μόνο που της είχε μείνει ήταν τα λόγια της μάνας της κι ένα παλιό βιβλιαράκι που δεν τόλμησε να ανοίξει ποτέ της .
"Μην κάνεις ποτέ σου παιδιά κόρη μου , μην αφήσεις κανέναν να σε αγγίξει. Όλη η ζωή μας είναι μια κατάρα "
"Συγνωμη,δεν ήθελα να πέσω επάνω σας δεσποινίς.  Βλέπετε ειμαι βιαστικός έχω να παραδώσω τα χαρτιά μου " Ο ψηλός φαντάρος την κοιτούσε μαγεμένος. Είχε κληρονομήσει την ομορφιά που είχε κάθε γυναίκα στην οικογένεια.
"Δεν πειράζει, καταλαβαίνω. " αποκρίθηκε εκείνη οι έσκυψε να τον βοηθήσει με τα χαρτιά που είχαν πέσει στο πάτωμα του νοσοκομείου. 
Η σπίθα ήταν αρκετή για να ανάψει την φωτιά κάνοντας την να παραβεί τα λόγια της μητέρας της ...
Λίγα χρόνια αργότερα και μετά το τέλος του πολέμου παντρεύτηκαν και εγκαταστάθηκαν στην Βιρτζίνια.
Την ημέρα εκείνη η Καρολίνα ήταν ήδη στον ένατο μήνα της εγκυμοσύνης της όταν το τηλέφωνο χτύπησε και της ανακοινώθηκε πως ο άντρας της πέθανε κατά την επιστροφή του στο σπίτι. 
Λίγους μήνες αργότερα έχοντας βάλει την μικρή Εμιλυ για ύπνο αποφάσισε πως εκείνο το σκονισμένο βιβλιαράκι ίσως έκρυβε μέσα του τις απαντήσεις που έψαχνε... Η κουρτίνα από το παράθυρο κουνήθηκε... παραξενεμενη την τράβηξε και κοκαλωσε . Γύρισε απότομα πίσω της αλλά δεν υπήρχε κανείς. 
Απο την αντανάκλαση του τζαμιού όμως ήταν σίγουρη πως είδε έναν μελαχρινό άντρα πίσω της...


Έτος 1972
31 Οκτωβρίου Βιρτζίνια
"Δεν αντέχω άλλο Τζακ ! Νομίζω πως γενναω!" Αναφώνησε η Καρολάιν. Το όνομα που κληρονόμησε από την προγιαγιά της έγινε πασίγνωστο στους κύκλους τους. Όλοι ήξεραν την πανέμορφη γυναίκα του Τζακ...
Μετρημένη και σταθερή διοικούσε άψογα στο πλευρό του άντρα της την επενδυτική επιχείρηση που είχε στήσει.  Είχαν αναπτυχθεί για τα καλά. 
"Κάνε κουράγιο αγάπη μου φτάνουμε!!" Πάτησε τέρμα το γκάζι. Στην επόμενη στροφή το αυτοκίνητο αναποδογυρισε με αποτέλεσμα εκείνος να χάσει τη ζωή του ακαριαία. 
"Κάποιος να βοηθήσει...Σας ικετεύω..." ψελισε καθώς σερνόταν έξω.
"Πιάσε το χέρι μου ..." της είπε ο ψηλός μελαχρινός άντρας κι εκείνη δίχως δεύτερη σκέψη το έπιασε.
"Ξάπλωσε γλυκειά μου ... θα φροντίσω ώστε το μωρό σου να γεννηθεί "
Εκείνη υπάκουσε, δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά.  Ένιωθε την ενέργεια του να την κατακλύζει.  Έκλεισε τα μάτια της όταν το κλάμα του μωρού έφτασε στα αυτιά της .
Ο άντρας σήκωσε στα ματωμένα του χέρια την μικρή. Χαμογέλασε και στη συνέχεια την κράτησε ψηλά. 
"Μια ακόμα εμεινε... " ψιθύρισε και εναποθέσε το βρέφος στη μητέρα.
Την επόμενη ημέρα εκείνη ξύπνησε στο νοσοκομείο.  Όταν περιέγραψε στους γιατρούς το ατύχημα αλλά και την γέννα της εκείνοι γέλασαν. 
Ισχυρίστηκαν πως όλα ήταν στη φαντασία της . Ναι μεν το αμάξι αναποδογυρισε αλλά η γέννα έγινε στο νοσοκομείο.


Έτος 1979 Βιρτζίνια 31 Οκτωβρίου
"Πιστεύω πως πρέπει να ντυθώ γατούλα !!! Δεν μου αρέσουν τα κοστούμια του Halloween μαμά!!! Όλα είναι χάλια κοίταξε τα !"  Η Καρολάιν κοίταζε την μικρή της κόρη ανέκφραστη.  Κρατώντας το μικρό φθαρμένο βιβλιαράκι στα χέρια κοιτούσε δακρυσμένη την στολισμένη   γειτονιά από το παράθυρο του σπιτιού τους. 
"Ρε μαμά, σου μιλάω! Πρώτη φορά θα βγούμε για γλυκό τι να βάλω; και σταματά πια με αυτό το βιβλιο έχεις πάθει εμμονή συνέχεια το κρατάς και το διαβάζεις.  Τα παιδιά στο σχολείο λένε πως οι μητέρες τους σε θεωρούν τρελή!"   Η μικρή Καρολίνα δεν έβλεπε την ώρα να βγει σε αντίθεση με την μητέρα της που φοβόταν απίστευτα αυτή την ημερομηνία πλέον.  Αυτό που κρατούσε στα χέρια της δεν όμως ένα απλό βιβλιαρακι.  Μπορεί με το πέρασμα των αιώνων να είχε φθαρεί αλλά αποτελούσε την μαρτυρία μιας ολόκληρης γενιάς.  Σημειώσεις και προβληματισμούς... Παρακαταθήκες που άφησαν οι προηγούμενες για εκείνη...
"Μαμά; είσαι εδώ;" ρώτησε καν η μικρή κι εκείνη πάλεψε με τον εαυτο της. Πώς θα στερούσε την χαρά της κόρης της βασισμένη σε προκαταλήψεις και δεισιδαιμονίες αιώνων; αναρωτιόταν και την πλησίασε. 
"Να βάλεις ότι σου αρέσει αγάπη μου . Όταν είσαι έτοιμη μπορούμε να φύγουμε... " ειπε σιγάνα και γύρισε το βλέμμα της στο παράθυρο.  Η νύχτα έμοιαζε ήρεμη.  Οι δρόμοι ήταν φωτισμένοι και το σπίτι δεν ήταν τόσο μακριά από το κέντρο.  Η μικρή Καρολίνα άρχισε να ντύνεται κι εκείνη κάθισε ξανά στην καρέκλα της. 
Άνοιξε το παλιό σημειωματάριο και το ξεφυλλισε για ακόμα μια φορά....
" Έτος 1709 . Προσπαθώ να της μάθω να αμύνεται. Να μην κάνει οικογένεια και παιδιά.  Δεν πρέπει να φτάσουμε στην 4η γενιά... οι ψυχές μας θα χαθούν... "
" Έτος 1726 Η μητέρα μου πέθανε. Το αίμα με αίμα θα ξεπληρώσει τον όρκο."
"Έτος 1760 Το μέλλον αν δεν σταματήσουμε θα είναι τρομακτικόΠέθανε και ο δικός μου άντρας.  Δεν άκουσα...Δεν έβλεπα... "
"Έτος 1800 θα ορκιζόμουν πως η κόρη μου κοιτούσε το κενό σήμερα.  Η ημερομηνία είναι 31 Οκτωβρίου... Είναι η μέρα των ψυχών... "
" Έτος 1827 Άφησα την ελπίδα να με παρασύρει.  Γενναω σε λίγες μέρες. Έξω χιονίζει αλλά χθες το βράδυ ένιωσα μια απόκοσμη θερμότητα στο σπίτι... Ίσως θα μπορούσα να το χαρακτηρίσω και χάδι επάνω μου ... "
"Έτος 1850... Η παρουσία του είναι αισθητή.  Δεν τον βλέπω αλλά τον αισθάνομαι.  "
"Έτος 1867 βγήκα από το ψυχιατρείο. Βρέθηκα με την κόρη μου η οποία ήταν παράξενη. Το ξέρω πως τον είδε,η κατάρα δεν θα σπάσει αν δεν σταματήσουμε να κάνουμε παιδιάΕκείνος φταίει!εκείνος μας ωθεί! "
"Έτος 1900 πεθαίνω... πεθαίνω και ήρθεΧαμογελούσε πονηρά και απολάμβανε τη στιγμή.  "
" Έτος 1922 Η κόρη μου επέμενε να βγούμε. Δεν μπόρεσα να κάνω τίποτα από το να την ακολουθήσω. Σταμάτησε και κοίταγε στο κενό. Όταν προσπάθησα να δω μεσ' από την ομίχλη τον είδα... Ήταν πανέμορφος...σε μάγευε. Ξύπνησα από το λήθαργο.  Δεν μπορεί να μας κάνει κακο εξάλλου.  Μας προσέχει μέχρι να έρθει η ώρα. ΜΗΝ ΚΆΝΕΤΕ ΠΑΙΔΙΆ! "
Κοιτούσε τα διάσπαρτα κείμενα... το βιβλιαράκι ήταν γεμάτο από αυτά... Ο πόνος στο στήθος της μεγάλωνε...
"Μαμά είσαι καλά;" φώναξε η μικρή τρομαγμένη όταν την είδε να γέρνει και να πέφτει από την καρέκλα στο πάτωμα. 
"Μαμά ξυπνά! Τι έπαθες;μαμαααα"
Στο χέρι της κρατούσε το σημειωματάριο.... ανοιχτό , το δάχτυλο της ηταν ανάμεσα σε δύο σελίδες....



Έτος 1999
31 Οκτωβρίου  Βιρτζίνια Αμερική
"Μαμά; μαμά τι έπαθες; ξύπνα... " Η μικρή Αμέλια έπιασε το παγωμενο χέρι της μητέρας της.  Το Μέρος ήταν αρκετά σκοτεινό και η μικρή βλέποντας την μητέρα της σταματημενη στα μέσα της διαδρομής τεομοκρατηθηκε. 
"Μανούλα φοβάμαι... μιλά μου ... πες κάτι σε παρακαλώ..." Ξάφνου η μικρή ένιωσε ένα δυνατό σφίξιμο από την πλευρά της μητέρας της στο χέρι.
Η ομίχλη ήταν αρκετή, τα φωτισμένα φαναρακια που υπήρχαν έξω από τα σπίτια σε σχήμα κολοκύθας άρχισαν να τρεμοπαιζουν και το απαλό αεράκι έφερνε μαζί του την ανατριχίλα ...
Η Καρολίνα γύρισε αποτομα προς την κόρη της. Γονάτισε μπροστά της και την κοίταξε στα μάτια δακρυσμένη.
"Άκουσε με καλά,πήγαινε αμέσως στο σπίτι. Στην ντουλάπα μέσα στο μικρό μαύρο κουτί έχει ένα καφέ παλιό βιβλιαράκι. Ότι και να γίνει κράτησε το ,  Μην βγεις έξω και μην μιλήσεις σε κανένα μέχρι να γυρίσει ο μπαμπάς... Να θυμάσαι μωρό μου , η μαμά σ'αγαπαει ... πάντα θα σ'αγαπαει..." Η μόλις 7 ετών Αμέλια αδυνατούσε να καταλάβει τι συμβαίνει.
Η Καρολίνα έριξε μια ματιά στο κενό... Ένα κενό που στα δικά της μάτια είχε μορφή, είχε ύλη... Για πρώτη φορά τον έβλεπε ολοζώντανο να την κοιτάζει. Δεν ήταν λίγες οι φορές μετά το θάνατο της μητέρας της που τύχαινε να τον δει . Η γενιά της ηταν η τελευταία.  Από μικρή μεγάλωσε μόνη της , το κράτος θεώρησε σωστο πως αφού δεν υπήρχαν συγγενείς να ενδιαφερθούν από την πλευρά του πατέρα θα δινόταν για υιοθεσία. 
Είχε μάθει απ έξω κάθε κείμενο ...Κάθε λέξη και κάθε φράση. Απέτυχε οικτρά όμως.  Έκανε παιδί και μάλιστα κατάφερε να κρατήσει μέχρι στιγμής και τον άντρα της ζωντανό. Έναν ολόκληρο χρόνο είχε να νιώσει την παρουσία του . Είχε εξαφανίσει το σπίτι και δεν έβγαινε ποτέ έξω με την κόρη της στις 31 του Οκτώβρη. Πίστεψε πως τα κατάφερε αλλά έκανε λάθος...
"Τρέξε! Τρέξε και μην σταματήσεις! Τώρα Αμέλια! " Η μικρή τράβηξε την μητέρα της αγκαλιάζοντας την, την φίλησε στο μάγουλο και άρχισε να τρέχει προς το σπίτι όπως της είπε.  Δεν κοίταξε πίσω... Δεν άκουσε ποτέ τίποτα πέρα από ένα απαλό Σ'αγαπώ που έμεινε να την στοιχειώνει....


Έτος 2018 παρρον
"Την είδε κάνεις; που σκατα είναι;" Ρώτησε η Τζένιφερ και τα αγόρια απάντησαν αρνητικά.
Η ομίχλη είχε γίνει αρκετά έντονη...τα τρία παιδιά πιάστηκαν από τα χέρια για να μην χαθούν και άρχισαν να φωνάζουν το όνομα της . Απάντηση δεν ήρθε ποτέ. 
Η Αμέλια βυθισμένη στο βλέμμα του χωρίς να εχει κανένα οπτικό εμπόδιο τον πλησίασε.  Δεν άκουγε τίποτα και κανένα...
"Ποιος είσαι;" τον ρώτησε σιγάνα.
Είχε την εντύπωση πως τον είχε συναντήσει αρκετές φορές... Η αύρα του της απέπνεε κάτι απίστευτα οικείο. Διχως να περιμένει απάντηση έφτασε μπροστά του . Απλωσε τα χέρια της και άγγιξε τα χείλη του. Ήταν απαλά, εκείνος χαμογέλασε και η Αμέλια ακολούθησε με τις άκρες των δαχτύλων της την γραμμή που σχημάτιζε το χαμόγελο του. 
Όλη της η ύπαρξη βρισκόταν σε πόλεμο. Είχε διαβάσει αμέτρητες φορές το βιβλιαράκι της μητέρας της. Μέσα υπήρχαν άπειρες προειδοποιήσεις για αυτόν τον άντρα.  Εκείνη τη νύχτα έμεινε μόνη.  Δεν γύρισε κάνεις στο σπίτι για εκείνη.
Οι εποχές όμως είχαν αλλάξει.  Η γενιά της δεν γνώριζε φόβο. Δεν γνώριζε απειλή. 
"Σε ρώτησα κάτι..." ξανά είπε και κατέβασε το χέρι της . Έκανε ένα βήμα πίσω και προσπαθούσε να ερμηνεύσει τις κινήσεις του.
"Είμαι αυτός στον οποίο ανήκεις Αμέλια..." της απάντησε
"Δεν ανήκω σε κανένα παρά μόνο στον ίδιο μου τον εαυτό...." Η απάντηση της του άρεσε. Είχε πάρει στοιχεία από κάθε γυναίκα της οικογένειας της και ο συνδυασμός στα μάτια του φάνταζε απίστευτος.
"Κανείς λάθος..." Σαν σκιά χάθηκε από μπροστά της . Εκείνη πάγωσε όταν τον ένιωσε πίσω της .
"Μου ανήκει κάθε κύτταρο που υπάρχει σε αυτό το κορμί...Κάθε ανάσα που παίρνεις και κάθε χτύπος της καρδιάς σου ." Ένα ριγος διαπέρασε το κορμί της ακούγοντας τα λόγια του .
Έκανε στην άκρη τα μαλλιά της και έσκυψε προς τον λαιμό της ... Η παγωμένη του ανάσα την ξύπνησε. Συνηδητοποιησε τι ακριβώς συμβαίνει.  Τον λόγο που έμενε κλεισμένη στο σπίτι.  Τον λόγο που χάθηκε η μητέρα της και κάθε μητερα στην οικογένεια.
Εβαλε το χέρι στην τσέπη.
Ήταν 31 Οκτωβρίου 2018 , το φεγγάρι ήταν ολογιομο και ήταν η τελευταία μέρα. 
Έκλεισε τα μάτια της και άφησε τον χρόνο να την γεμίσει με διδάγματα ... κείμενα σε ακαταλαβίστικη γλώσσα επαιρναν μορφή στο μυαλό της ...
"Σήμερα είναι Η μέρα των ψυχών... Είναι η αρχή και το τέλος..." ψιθύρισε και γύρισε προς το μέρος του.
"Ακριβώς Αμέλια... "
Το ουρλιαχτό της ακούστηκε παντού...




Έτος 2078 Κεντακι Αμερική
31 Οκτωβρίου
Ξαπλωμένη στο κρεβάτι έχοντας πλέον αρκετά χρόνια στην πλάτη περίμενε υπομονετικά την πόρτα να ανοίξει... Ήταν η μεγάλη μέρα... Όπως κάθε χρόνο ετσι και τώρα οι κόρες της από όπου και να ζούσαν έρχονταν για επίσκεψη. Το σπίτι γέμιζε συχνά φωνές αλλά η συγκεκριμένη μέρα ήταν καθαρά αφιερωμένη σε εκείνες....
Είχε κάνει 11 πανέμορφες κόρες τόσες όσες και ήταν και οι ψυχές που χάθηκαν ... Η μια πιο χαρισματική από την άλλη...
Πάντα τους διάβαζε αποσπάσματα από το μικρό βιβλιαράκι αλλά ποτέ το τέλος του...
Η πόρτα επιτέλους άνοιξε, όπως κάθε φορά έτσι και τοτε άφησαν μια μια από ένα φιλί στην μητέρα τους και κάθισαν γύρω της ... Η Αμέλια στα πρόσωπα τους έβλεπε χαρακτηριστικά απο κάθε γενιά. Κάθε γυναίκα που έζησε και πέθανε άδικα...
"Λοιπόν μαμά, δεν νομίζεις πως ήρθε η ώρα; χρόνια τώρα ακούμε τα ίδια και τα ίδια... τι λες;" Η Αμέλια χαμογέλασε όσο μπορούσε.  Με το τρεμάμενο χέρι της πήρε το σημειωματάριο και το άνοιξε στην τελευταία σελίδα.
"Ο Όρκος αγαπητές μου κόρες έσπασε... " έκανε μια παύση και άρχισε να βήχει...
"Μητέρα είσαι καλά;" ρώτησε η Καρολάιν και σηκώθηκε προς το μέρος της .
"Καλά είμαι κόρη μου ... Που είχα μείνει λοιπόν; α.. Ναι, Τον κοίταξα βαθειά μέσα στα μάτια και στο χέρι μου κρατούσα αυτό ακριβώς εδώ το μικρό βιβλιαράκι..." Ο βήχας έγινε εντονότερος...
"Μήπως να πάρουμε τον γιατρο?" Αναφώνησε η Καρολίνα και όλες σηκώθηκαν κατευθείαν.
Η Αμέλια εγυρε ελαφρά το κεφάλι της προς το πλάι... χαμογέλασε και έκλεισε τα μάτια της ...
Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα πέθανε...
Η κηδεία της έγινε με όλες τις τιμές. Ήταν ιδιαίτερα αγαπητή σε όλη την περιοχή.  Μερικοί την έλεγαν γεροπαραξενη καθώς την έπιαναν να μιλάει μόνη της αρκετές φορές, άλλες πάλι γελούσε και κοιτούσε το κενό  αλλά ποτέ δεν πείραξε κανένα...
Η πιο μεγάλη της κόρη εμεινε τελευταία... Ο κόσμος είχε φύγει, έκατσε στο χώμα και έβγαλε από την τσέπη το σημειωματάριο.  Ένα δάκρυ κύλησε απαλά από τα μάτια της . Πρώτη φορά το έπιανε στα χέρια της αφού η μητέρα της το είχε απαγορεύσει.
Το άνοιξε και γύρισε στην τελευταία σελίδα....
"Δεν ξέρω τι ήταν αυτό που με έκανε να ουρλιάξω... άπλωσε το χέρι του πάνω στο στήθος μου και έκλεισε τα μάτια.
Νιώθω την ζωή μέσα σου,  ... μου είπε και με τράβηξε κοντά του.
Μετά από την τσιριδα μου αδυνατούσα να βγάλω φωνή...Ήταν τόσο όμορφος , ήξερα πως έπρεπε να αντισταθώ. Να πω τα λόγια που είχα μάθει αλλά δεν το έκανα...
Περασε το χέρι του πάνω στο πρόσωπο μου , έκλεισα τα μάτια... Ήταν τόσο παράλογο όλο αυτόΤόσο άρρωστο ... Δεν ήταν ο διάολος . Το ένιωθαΑυτός ο άντρας ηταν ονειρεμένος. 
Έσκυψε στο αυτί μου ...
"Θα έρθω... να το θυμάσαι..." Αυτά ηταν τα λόγια του πριν χαθεί...
Δεν ξέρω γιατί με άφησε να ζήσω...Ούτε που θα με βγάλει η ζωή. Ίσως κάποια στιγμή τον ξαναδώ ίσως και όχι... Θα ζήσω όμως... θα ζήσω για όλες εκείνες...θα ζήσω για μένα...
Η Καρολάιν κατάλαβε... το έκλεισε και  άνοιξε μια μικρή τρύπα στο χώμα  έθαψε το σημειωματάριο μαζί της και μαζί με εκείνο και το μυστικό της μητέρας της...
Κοίταξε για λίγο την φωτογραφία που της έβαλαν στο μνήμα... Η επιλογή έγινε καθαρά από την μικρότερη κόρη που επέμενε να μπει μια από τα νιάτα της . Ήταν μόλις 27.
Στα 28 έκανε το πρώτο παιδί και κάθε χρόνο κι απο ένα... Όταν έκανε το τελευταίο η Καρολάιν ήταν 11... Πότε όμως δεν είδε τον πατέρα της στο σπίτι... Πότε δεν υπήρχε ούτε μια φωτογραφία... Ούτε καν ενα ρούχο...
Έριξε μια τελευταία μάτια στο μνήμα και χαμογέλασε...
Τα μάτια της άστραψαν...
Μπορεί εκείνη να μην το έβλεπε αλλά έμοιαζαν με ολογιομο φεγγάρι....

Τέλος .

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο