"Stay away "future book

The beginning. .


Η  catalina κοιτάζει έξω από το μικρό παράθυρο του αεροπλάνου τα λευκά σύννεφα να την συντροφεύουν στο μακρύ της ταξίδι, ένα δάκρυ κυλάει απαλά από τα όμορφα γαλάζια σαν του ουρανού μάτια της κι εκείνη σηκώνει απαλά το λεπτό και αδύναμο πλέον χέρι της για να το σκουπίσει. Έξω ο καιρός είναι κρύος,παγωμένος σαν την καρδιά της μια καρδιά που κάποτε ήταν γεμάτη ζωή,γεμάτη με όνειρα και ελπίδες για ένα καλύτερο μελλον .
Κλείνει τα μάτια της και αφουγκράζεται τους ήχους που επικρατούν στο αεροπλάνο ,παιδάκια γελάνε ,φωνάζουν και τραγουδάνε χαρούμενα για τις διακοπές που έρχονται μπροστά τους , εκείνη αναστενάζει σκέφτεται πόσο πολύ θα ήθελε να γινόταν και η ίδια ξανά παιδί ,να νιώσει ξανά πως ζει σε έναν κόσμο που δεν χρειάζεται να παλεύει για κάτι ,πως οι γονείς της σαν ξαγρυπνοι φρουροί θα είναι παντα εκεί όπως τότε ,όπως τότε που έλυναν κάθε της πρόβλημα δίχως δεύτερη σκέψη , πόσο μα πόσο πολύ της έλειπε αυτό. Ανέμελα και όμορφα παιδικά χρόνια πλέον να υπάρχουν μόνο σαν ξεθωριασμένες αναμνήσεις μέσα στο μυαλό τής, πόσο κρίμα και άδικο θεωρεί το γεγονός πως όσο μεγαλώνει ο άνθρωπος όλα αυτά τα μικρά και ασήμαντα τότε συναισθήματα πλέον αποκτούν μεγάλη αξια ,και το γεγονος πως πρέπει να μεγαλώσεις για να το καταλάβεις αυτό είναι κάτι που την τρόμαζε .
Ανοίγει δειλά δειλά τα μάτια της και χάνεται ξανά στα όμορφα λευκά σύννεφα ,πνίγει μέσα της έναν αναστεναγμό ενώ προσπαθεί απελπισμένα να κρατήσει τα δάκρυα που απειλούν να χυθούν σαν χείμαρροι έξω από τα ταλαιπωρημένα μάτια της .Μεσα της το ξερει καλα πως οσο και να κλάψει δεν θα την ωφελήσει πουθενά ,η απόφαση πάρθηκε και δεν υπάρχει ούτε μία επιλογή διαφορετική για εκείνη έπρεπε να φύγει όσο πιο μακριά γίνεται από την ΝέαΥόρκη,να φύγει και να μην κοιτάξει ποτέ ξανά πίσω .
Ο ήχος από το καροτσάκι που σέρνει η αεροσυνοδός τρυπώνει στα αυτιά της και την κάνει να γυρίσει το κεφάλι της
«να σας φέρω κάτι δεσποινίς ?» Ρωτάει με χαμόγελο η αεροσυνοδός αλλά η catalina το μόνο που θέλει αυτή τη στιγμή είναι η ηρεμία της
«όχι δεν θέλω τίποτα ευχαριστώ « απαντάει αμέσως ενώ απλώνει τα χέρια της και τα τοποθετεί στο κεφάλι τρίβοντας ελαφρά το κούτελο της , εικόνες με τις υπηρέτριες του σπιτιού έτοιμες πάντα να εκπληρώσουν κάθε επιθυμία του αφεντικού τους έρχονται και ζωντανεύουν μπροστά στα μάτια της , εκείνη ήταν πάντα απλή ποτέ δεν ήθελε να έχει πάνω από το κεφάλι της κανέναν για να την ρωτάει κάθε τρεις και λίγο αν θέλει η αν χρειάζεται κατι σε αντίθεση φυσικά με τους γονείς της που ειχανε μάθει σε αυτή την πολυτέλεια από μωρά και την αγαπούσαν,ίσως την επιζητούσαν και αρκετές φορές .
Οι γονείς της γόνοι και οι δυο πάμπλουτων οικογενειών έμαθαν πως για να πετύχεις κάτι χρειάζονται λεφτά και πως τα λεφτά έρχονται με σκληρή δουλειά με τίμημα πάντα την απουσία από το σπίτι , η  catalina δεν είχε βέβαια παράπονο αφού οι γονείς της προσπαθούσαν να βρουνε παντα χρόνο για εκείνη αλλά και πάλι οι υποχρεώσεις τους ήταν αρκετές και μέσα σε αυτές προσπαθούσαν να βρουνε χρόνο και για την οικογένεια.
Εικονες της μαμας της να της διαβάζει παραμύθια για πριγκίπισσες που στο τέλος βρίσκουν την πραγματική και αληθινή αγάπη στον όμορφο πάντα πρίγκιπα του παραμυθιού την κάνουν να χωρίζει ελαφρά τα χείλη της και να χαμογελαει, μα πόσο ειρωνικό μοιάζει όλο αυτό πλέον στα μάτια της “ δεν υπάρχουν πρίγκιπες μικρή “ της έλεγε πάντα εκείνος και πλέον μέσα θα ξέρει πως είναι αλήθεια ,ξέρει πως πίστεψε σε ένα παραμύθι που το τέλος του δεν μοιάζει με τα άλλα ...
Ένα μωρό τσιρίζει ,μια μάνα το κρατάει αγκαλιά στην προσπάθεια της να το ηρεμήσει νανουριζωντας το , μια κοπέλα χαρίζει απαλά φιλιά  στο αγόρι της λίγο πιο πέρα ενώ μια γιαγιά εξιστορεί τις ιστορίες της σε μια άλλη , μια βαριά αναπνοή και ένας αναστεναγμός που ξεφεύγει από τα χείλη της την κάνει να ξαναγυρίσει σε εκείνο το παράθυρο ,δίπλα η θέση της κενή ,άδεια , καλείται να ανοίξει τα φτερά της μόνη της σε ένα καινούριο περιβαλλον μόλις στα δεκάξι της και αισθάνεται μέσα της την απελπισία να καίει τα σωθικά της ,πως θα μπορούσε άλλωστε να φανταστεί ενα μηνα πριν πως τώρα θα βρισκόταν ολομόναχη σε ένα αεροπλάνο να πετάει για τα πατρικά εδάφη της οικογένειας στην Ιταλία
Η μητέρα της γεννημένη στην Ιταλία από Πολύ πλούσια οικογένια γνώρισε τον πατέρα της σε ένα ταξίδι τους στην Αμερική . Οι γονείς τους αποφάσισαν πως αυτό ο γάμος θα μπορούσε να αποτελέσει γέφυρα ανάμεσα σε δύο ηπείρους αλλά και οικονομική κυριαρχία στις επιχειρήσεις τους . Ο γάμος ορίστηκε λίγους μήνες αργότερα στην ουσία χωρίς να έχουν Κι εκείνοι επιλογές βέβαια το γεγονός όμως πως αγαπήθηκαν την έκανε βαθειά μέσα της να ελπίζει πως ίσως ,ίσως η αγάπη να είναι τελικά αληθινή κάτι που μεγαλώνοντας ανακάλυψε με τον πιο άσχημο τρόπο πως είναι ένα ακομα παραμύθι ,ένα ψέμα για να γεμίζει τα μυαλά αθώων κοριτσιών με ελπίδα πως κάπου εκεί έξω υπάρχει ένας άνθρωπος που θα τις αγαπήσει όσο τίποτα .Κουνάει το κεφάλι της και παραδίνεται σε μια δίνη συναισθημάτων που μόνο απογοήτευση φέρνουν στα σώθηκα της ..γυρίζει απαλά το βλέμμα της και κοιτάζει το ρολόι στο χέρι της , σε 1 ώρα φτάνει ,φτάνει στην καινούρια για εκείνη οικογένεια φτάνει σε ένα μέρος που αποτελείται από ανθρώπους που εκείνη άκουγε ως τώρα μόνο από το τηλέφωνο ,στο σπίτι αυτό μενει η γιαγιά και ο παππούς της μαζί με την θεία και τον άντρα της ποσο ελπιδοφορο μπορεί να είναι αυτό σκέφτεται και κλείνει για λίγο τα μάτια της με την ελπίδα να την πάρει ο ύπνος ,με την ελπίδα πως ίσως όταν ξυπνήσει όλα αυτά να είναι ένα μακρινό και άσχημο όνειρο ,με την ελπίδα πως θα ξυπνήσει στο ζεστό και όμορφο κρεβατάκι της και η μόνη έγνοια που θα έχει είναι το ρούχα θα βάλει για να πάει στο σχολείο .
Σχολείο , ένα μέρος για εκείνη που σηματοδοτούσε την αρχή για νέα ξεκινήματα . Πάντα πρώτη σε όλα τα μαθήματα ήταν το καμάρι της οικογένειας της , δεν θα μπορούσε κανείς να την χαρακτηρίσει ως ένα κορίτσι αγαπητό σε όλους πόσο μάλλον ένα κορίτσι που ήταν έξω καρδιά .εκείνη πάντα μαζεμένη και κρυμμενη στις σκιές φροντιζε μόνο να διαβάζει και να παίρνει καλούς βαθμούς ,όχι ότι περνούσε φυσικά απαρατήρητη το ψηλό καλιγραμμο κορμί της σε συνδυασμό με τα κατάμαυρα πλούσια μακριά μαλλιά της από μακριά τραβούσαν πάντα την προσοχή και αν την πλησιάζες θα μπορούσες άντε να χαθείς μέσα σε αυτό τον βαθύ μπλε ωκεανό που είχε για μάτια, εκείνη δεν το καταλάβαινε αλλά ήταν απλά το όμορφο αλλά απρόσιτο κορίτσι που κάνεις δεν τολμούσε να πλησιάσει από φόβο για απόρριψη φυσικά , μοναδική της φίλη η δεκαεφταχρονη Clarisa μια νεαρή ελαφρος παχουλουλα αλλά όμορφη εξίσου το ακριβώς αντίθετο από εκείνη ήταν γνωστή σε όλο το σχολείο ,πήγαινε στα πάρτυ,ι μιλούσε με όλο τον κόσμο και το γεγονός πως εκείνη μέσα σε όλο αυτό το τσούρμο ανθρώπων που θα μπορούσε να είχε δίπλα της επλεγε να κάνει παρέα με την catalina την ανέβαζε κατά πολύ στα μάτια της .
Η φωνή του πιλότου από τα μεγάφωνα του αεροπλάνου ακούγεται και η catalina καταλαβαίνει πως όχι μόνο  δεν κατάφερε να κοιμηθεί καθόλου αλλά χάθηκε μια ολόκληρη ώρα ξανά μέσα σε σκέψεις που δεν την ωφελούν σε τίποτα
«να ενημερώσω πως ίσως υπάρξουν κάποιες αναταράξεις κατά την προσγείωση μας οπότε θα σας παρακαλέσω να προσδεθειτε. Θα περάσουν από τις θέσεις σας αεροσυνοδόι για να κάνουν τον απαραίτητο ελέγχω σας ευχαιστω που πεταξατε με την Italian lines σας εύχομαστε καλή διαμονή « τα λόγια του πιλότου φέρνουν χαμόγελο στα χείλη της  catalina ένα μικρό όμως χαμόγελο , αναταράξεις σκέφτεται . Όλη η ζωή της αυτή τη στιγμή βασίζεται σε αναταράξεις μια μαύρη σκεψη πέρασε από το μυαλό της και δεν προσπάθησε καθόλου να την διώξει , τι κι αν έπεφτε το αεροπλάνο σκέφτηκε ? Πλέον κανένας δεν Θα εδινε σημασια σε εκείνη κι ας χανόταν , εκείνη θα λυτρωνοταν από το μαρτύριο που περναε ι και όλα θα έπαιρναν επιτέλους τον δρόμο τους .
Ο πόνος και η θλίψη θα έφευγε για τα καλά από μέσα της και το μυαλό της που πάσχιζε να γλιτώσει από τις αναμνήσεις αλλά η διαβολική φωνή του υποσυνείδητου της δεν το άφηνε  θα σωπαζε πλέον να ουρλιάζει μέσα στο κεφάλι της , και τότε μόνο τότε εκείνη θα ένιωθε ξανά ελεύθερη ,θα ένιωθε ξανά μικρή και αθώα δίχως προβλήματα δίχως αναμνήσεις ,δίχως εκείνα τα γκριζοπρασινα μάτια που στοιχειώνουν ακόμα τον κόσμο της .
«δεσποινίς πρέπει να δέσετε την ζωή σας σας παρακαλώ . Προσγειωνομαστε « λεει Η αεροσυνοδός πάντα με εκείνο το αξιοζήλευτο χαμόγελο και η catalina υπακούει χωρίς να θέλει ,δεν ει την ζώνη της αφήνοντας την ανάσα που κρατούσε να βγει καυτή από τα στήθη της και να αφεθεί στο κενό .
Σε λιγότερο από ένα λεπτό το αεροπλάνο αρχίζει και χάνει ύψος όμορφα και η καρδιά της χάνει έναν χτύπο από την αλλαγή του ύψους . Βλέπει τον ουρανό , το χρωμα του εδώ είναι καταγάλανο και δεν έχει σχέση με εκείνο το γκρίζο χρώμα που άφησε όταν ανέβηκε στο αεροπλάνο από την Νέα Υόρκη, πιο χαμηλά τα  κτήρια στο βάθος της πόλης να περιμένουν σιωπηλά ,άχρωμα και αηχα τους ανθρώπους που μένουν σε αυτά .
Άραγε σκέφτηκε , αν ειχανε φωνή θα μιλούσαν η απλά θα δεχονταν την μοίρα τους σκέφτηκε και ξεφυσιξε.
Ένας δυνατός κραδασμός ,αποτέλεσμα της σύγκρουσης του αεροπλάνου με το έδαφος την επαναφέρει ξανά στην πραγματικοτα κανωντας το σώμα της να τρέμει από μέσα , ‘Και τώρα ?’ σκέφτηκε καθώς πλέον το αεροπλάνο έπαιρνε θέση στο διάδρομο κόβοντας ταχύτητα , οι επιβάτες δίπλα της χαρούμενοι όλοι που το ταξίδι έφτασε στο τέλος τους γελούσαν και μιλούσαν δυνατά προκαλώντας πονοκέφαλο στο ήδη ταλαιπωρημένο κεφάλι της . Ο κόσμος άρχισε να σηκώνεται παίρνοντας όσες αποσκευές είχε επάνω στο αεροπλάνο με προορισμό την κεντρική πόρτα που ήταν πλέον ανοιχτή . Εκείνη περίμενε υπομονετικά να αδειάσει ο χώρος για να σηκωθεί χωρίς να χρειαστεί. Να πέσει πάνω σε κάποιον η να την σπρώξουν , πίστευε πως δεν θα έλεγχε τον εαυτό της και θα ξεσπούσε πάνω στον οποιονδήποτε όλο το θυμό που είχε μέσα της , όταν πλεον το τοπιο ηταν καθαρο πηρε την μικρη τσαντα της και σηκωθηκε ορθια , ευχαριστησε απροθυμα την αεροσυνοδό που ηταν στην κεντρική πόρτα και κατέβηκε τις σκάλες με προορισμό ένα μικρό λευκό λεοφωρειο που περίμενε τους επιβάτες . Ξαφνικά μέσα της η επιθυμία να τρέξει και να φύγει γεννήθηκε αλλά ήξερε πολύ καλά πως δεν είχε που να πάει .Όσο και αν λαχταρούσε την ελευθερία της δεν είχε επιλογή .
Επιβιβάστηκε μαζί με τους αλλους στο λεοφωρειο το οποίο ξεκίνησε σιγά σιγά να αναπτύσσει ταχύτητα όσο μπορούσε δηλαδή γιατί είχε τόσο κόσμο που με το ζόρι κουνιόταν .’τι τραβάς κι εσύ ρε καημένο ‘ ψελισε μέσα από τα χείλη της σιγάνα καθώς κοιτούσε τον κόσμο του . Εκείνο έφτασε επιτέλους κι εκείνη κατέβηκε από τους πρώτους , προχώρησε μέσα στο αεροδρόμιο προς το διάδρομο των αποσκευών ψάχνοντας με την σειρά της την δική της βαλίτσα . Περίμενε και περίμενε υπομονετικά ώσπου πλέον είχαν μείνεις ελάχιστες ‘πάλι τελευταία κορίτσι μου ..ωραία τύχη ‘ μουρμούρισε καθώς είδε επιτέλους την βαλίτσα της να βγαίνει από το μηχάνημα . Πλησίασε και την κατέβασε με προσοχή εκεί μέσα είχε κλείσει όλη την ζωή της πίσω στο σπίτι . Μια ζωή που αν και δεν ήταν έντονη εκείνη την έκανε ευτυχισμένη .
Κρατήθηκε αρκετά αλλά δεν άντεξε , έχωσε το χέρι της μέσα στην ζακέτα και έσφιξε δυνατά εκείνο το κομμάτι χαρτιού που είχε επάνω του την τελευταία και πιο ισχυρή ανάμνηση της . Ένα κομμάτι που πάσχιζε να κρατηθεί να μην κοιτάξει κατά την διάρκεια του ταξιδιού κάτι που πλέον το νιωθει σαν ανάγκη μέσα της . Βγάζει δειλά δειλά το χέρι της έξω από τη ζακέτα ενώ μέσα του υπάρχει κρυμμένο το πιο μεγάλο λάθος της .
Ανοίγει την χούφτα της , αφήνει την βαλίτσα κάτω και κοιτάζει τη φωτογραφία που υπάρχει μέσα της . Εκείνη χαμογελάει και δίπλα της βρίσκεται εκείνος ,γέρνει προς τα πίσω σε έναν τοίχο ενώ την κρατάει από τη μέση . Με την πλάτη γυρισμένη προς αυτόν χαμογελάει και κρατάει το κινητό της βγάζοντας μια φωτογραφία που τότε δεν φανταζόταν ποτέ πως θα κρατούσε σήμερα μόνη της σε ένα ξένο μέρος σε μια αφιλόξενη για εκείνη  χώρα αποκομμένη για πάντα πλέον από εκείνον  ,  βυθισμένη στο απόλυτο σκοτάδι που εκείνος δημιούργησε για εκείνη  την έκλεισε μέσα σε ένα γυάλινο κουτί που όσο και να προσπαθεί να σπάσει δεν τα καταφέρνει, με μοναδικό αποτέλεσμα να τραυματίζεται καφέ φορά όλο και πιο πολύ .
Απλώνει το χέρι της και χαϊδεύει απαλά το πρόσωπο του ενώ παλεύει μέσα της να μην απελευθερώσει τον λυγμό που απειλεί να βγει στην επιφάνεια ,στα καταγάλανα όμως μάτια της σχηματίζονται πλέον σταγόνες που η μια δίπλα στην άλλη θολώνουν την όραση της . Με όση δύναμη της έχει απομείνει απαγορεύει στον εαυτό της να αφήσει αυτά τα δάκρυα να πέσουν , σφίγγει τα δόντια της και τσαλακωνει την  φωτογραφία στο χέρι της  ,παιρνει την παρατημένη βαλίτσα της  ενώ προχωράει προς τον καδο σκουπιδιών που βρίσκεται ευθεία μπροστά της , φτάνει και τεντώνει το χέρι Που κρατάει  την φωτογραφία , Η μικρή catalina όμως μόλις έχασε μια μεγάλη μάχη , το κορμί της την προδίδει και τα δάκρυα ρέουν σαν ποτάμια μέσα από τα μάτια της ,μαζεύει το χέρι της και τοποθετεί την τσαλακωμενη πλέον φωτογραφία ξανά μέσα στην τσέπη της , σκουπίζει με το μανίκι της ζακετας τα δάκρυα της και παίρνει μια μεγάλη ανάσα . «μπορείς catalina … θα τα καταφέρεις « λεει στον εαυτό της και βαδίζει προς τον χώρο υποδοχής .
     
Η εισαγωγή σε έναν καινούριο κόσμο .... ελπίζω σύντομα να ολοκληρωθεί η διαδικασία ...

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Be aware of κεφάλαιο 31